σταλάζω

σταλακτικός

σταλακτίς
σταλακτικός, ή, όν [τᾰ] qui a la propriété de couler goutte à goutte : σταλακτικὸν χάλκανθον, Diosc. 5, 114 ; ou subst. τὸ σταλακτικόν, Diosc. 5, 774, le vitriol.
Étym. σταλάσσω.