Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
σταλακτίς
σταλακτός
σταλάσσω
σταλακτός,
ή, όν
[
τᾰ
]
c. le préc.
Diosc.
5, 114
.
Étym.
vb. de
σταλάσσω
.