σταμνάριον

σταμνίον

Στάμνιος
σταμνίον, ου (τὸ)
1 cruche pour le vin, Ar. Lys. 196, 199 ; Mén. 4, 108 Meineke ||
2 c. ἀμίς, Sext. M. 1, 234.
Étym. dim. de στάμνος.