Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
σταυρωτής
σταφιδευταῖος
σταφίδιος
σταφιδευταῖος,
α, ον
[
ᾰῐ
] fait de raisiné,
Hpc.
497, 8
.
Étym.
σταφίς
.