Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
στασιασμός
στασιαστής
στασιαστικός
στασιαστής,
οῦ
(
ὁ
) [
τᾰ
] factieux,
DH.
6, 70 ;
Jos.
A.J.
14, 1, 3,
etc.
Étym.
στασιάζω
.