στασιώτης

στασιωτικός

στασιωτικῶς
στασιωτικός, ή, όν [] séditieux, Thc. 7, 57 ; 8, 92 ; τὸ στ. Thc. 4, 130, le caractère d’une sédition.
Étym. στασιώτης.