Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
στειλειός
στειναύχην
στεινόπορος
στειν·αύχην,
χενος
(
ὁ, ἡ
) au col étroit,
Anth.
6, 248
.
Étym.
στεινός, αὐχήν
.