στενοφυλλία

στενόφυλλος

στενοχωρέω-ῶ
στενό·φυλλος, ος, ον, à feuilles étroites, Th. H.P. 8, 4, 1 ; Diosc. 1, 27 ; 2, 160, 177.
Étym. στ. φύλλον.