Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
στεφανιαῖος
στεφανίας
στεφανίζω
στεφανίας,
ου
(
ὁ
) [
ᾰᾱ
]
c.
στεφανηφόρος,
Eur.
Hipp.
(
arg.
).
Étym.
στέφανος
.