Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
Στεφανήπολις
στεφανηφορέω-ῶ
στεφανηφορία
στεφανηφορέω-ῶ
[
ᾰ
] porter une couronne,
Eur.
H.f.
781 ;
Dém.
530 fin
.
Étym.
στεφανηφόρος
.