Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
στερεοειδής
στερεοκάρδιος
στερεομετρέω-ῶ
στερεο·κάρδιος,
ος, ον,
au cœur dur,
Spt.
Ezech.
2, 4
.
Étym.
στ. καρδία
.