Στερόπη

στεροπηγερέτα

Στερόπης
στεροπ·ηγερέτα () [ᾰ, mais par position] l’assembleur d’éclairs, Il. 16, 298 ; Q. Sm. 2, 164 ; Nonn. D. 8, 370, etc. (cf. νεφεληγερέτα).
Étym. στεροπή, ἀγείρω.