στερρόγυιος

στερροποιέω-ῶ

στερρός
στερρο·ποιέω-ῶ, rendre fort ou puissant, App. Lib. 61 ||
Moy. raffermir, renforcer, Pol. 5, 24, 10.
Étym. στ. ποιέω.