Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
στραταρχέω-ῶ
στρατάρχης
στραταρχία
στρατ·άρχης,
ου
(
ὁ
) [
ᾰτ
] chef d’armée,
Hdt.
3, 157 ;
8, 44 ;
Eschl.
fr. 181 Dind.
Étym.
στρατός, ἄρχω
.