Στρατόλας

στρατολογέω-ῶ

στρατολογία
στρατο·λογέω-ῶ [] enrôler des soldats, DH. 11, 24 ; au pass. DS. 12, 67 ; Plut. Cæs. 35.
Étym. στρ. -λογος de λέγω.