Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
στρατολογία
στρατόμαντις
Στρατονίκειος
στρατό·μαντις,
εως
(
ὁ
) [
ᾰτ
] devin de l’armée
Eschl.
Ag.
122
.
Étym.
στρ. μάντις
.