στρέϐλη

στρεϐλοκάρδιος

στρεϐλός
στρεϐλο·κάρδιος, ος, ον, au cœur fourbe ou pervers, Aqu. Prov. 10, 20 ; 17, 20.
Étym. στρεϐλός, καρδία.