Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
στρεπτός
στρεπτοφόρος
στρευγεδών
στρεπτο·φόρος,
ος, ον,
qui porte un collier,
Hdt.
8, 113
.
Étym.
στρεπτός, φέρω
.