στροϐιλίτης οἶνος

στροϐιλοϐλέφαρος

στροϐιλοειδής
στροϐιλο·ϐλέφαρος, ος, ον [ῑᾰ] aux yeux mobiles, vifs, Orph. Lith. 18, 31.
Étym. στρόϐιλος, βλέφαρον.