Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
στρομϐόω-ῶ
στρομϐώδης
στρουθάριον
στρομϐώδης,
ης, ες,
c.
στρομϐοειδής,
Arstt.
H.A.
4, 4, 2,
etc.
Étym.
στρόμϐος, -ωδης
.