στρογγυλόπλευρος

στρογγυλοπρόσωπος

στρογγύλος
στρογγυλο·πρόσωπος, ος, ον [] qui a le visage arrondi, Arstt. H.A. 1, 6, 4 ; Physiogn. 3, 5.
Étym. στρ. πρόσωπον.