στρογγύλος

στρογγυλότης

στρογγυλόω-ῶ
στρογγυλότης, ητος () [] forme ronde, rondeur, Plat. Men. 73e, 74b ; Arstt. Metaph. 6, p. 146, 26 ; Th. H.P. 4, 12, 2.
Étym. στρογγύλος.