Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
στρουθίζω
στρουθιοκάμηλος
στρουθιόμηλον
στρουθιο·κάμηλος,
ου
(
ἡ
)
1
c.
στρουθοκάμηλος,
Orig.
3, 652 Migne
||
2
c.
στρούθιον,
Diosc.
2, 193
.