Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
Στρουθοϐάλανοι
στρουθοκάμηλος
στρουθοκέφαλος
στρουθο·κάμηλος,
ου
(
ὁ, ἡ
)
1
autruche,
DS.
2, 50
(
masc.
) ;
Str.
772
(
fém.
) ;
Gal.
6, 387 ;
Aqu.
Deut.
14, 15
||
2
c.
στρούθιον,
Diosc.
2, 192
.
Étym.
στρουθός, κάμηλος
.