στρωμνή

στρώννυμι

στρωννύω
στρώννυμι (f. στρώσω, ao. ἔστρωσα, pf. ἔστρωκα, pl. q. pf. ἐστρώκειν ; pass. f. στρωθήσομαι, ao. ἐστρώθην, pf. ἔστρωμαι, pl. q. pf. ἐστρώμην) étendre (un tapis, etc.) Plut. Artax. 22 ; Ath. 581 ; au pass. Plat. Rsp. 372b.
Étym. στόρνυμι, στορέννυμι.