Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
στυφελός
στυφελώδης
στύφλος
στυφελώδης,
ης, ες
[
ῠ
]
c. le préc.
Q. Sm.
12, 449
.
Étym.
στυφελός, -ωδης
.