στηλοκοπέω-ῶ

στηλουργός

στηλόω-ῶ
*στηλουργός, seul. dor. σταλουργός, ός, όν [] où l’on a élevé une stèle, Anth. 7, 423.
Étym. στήλη, ἔργον.