συαγρεσία

σύαγρος

Σύαγρος
σύ·αγρος, ου () qui chasse le sanglier, Soph. fr. 166 Dind.
Étym. σῦς, ἄγρα.
σύ·αγρος, ου ()
1 sanglier, Antiph. (Com. fr. 3, 21) ||
2 sorte d’encens, Diosc. 1, 81.
Étym. σῦς, ἄγριος.