συϐαριασμός

συϐαρίζω

Σύϐαρις
συϐαρίζω [ῠᾰ] vivre en Sybarite, dans la mollesse, Ar. Pax 344 ; Archyt. (Stob. Fl. 43, 134).
Étym. Σύϐαρις.