Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
συϐωτικός
συϐώτρια
συγγαμέω-ῶ
συϐώτρια,
ας
(
ἡ
) [
ῠ
]
fém. de
συϐώτης,
Plat. com.
2-2, 685 Mein.