Σύϐοτα

συϐώτης

συϐωτικός
συ·ϐώτης, non *συ-ϐότης, ου () [] gardeur de pourceaux, porcher, Od. 4, 640 ; 14, 470 ; Hdt. 2, 47, 48 ; Plat. Theæt. 174d, Rsp. 373c ; Arstt. Poet. 16, 4 ||
E Gén. épq. συϐώτεω, Od. 14, 459 ; 15, 304.
Étym. σῦς, βόσκω.