συκάζω

συκαλίς

συκαλλίς
συκαλίς, ίδος () [ῡῐδ] bec-figue, petit oiseau qui aime les figues (lat. ficedula) Arstt. H.A. 8, 3 ; 9, 49 ; El. N.A. 13, 25.
Étym. συκῆ.