συκοφάντης

συκοφαντία

συκοφαντίας
συκοφαντία, ας () []
1 métier de sycophante, délation, calomnie, Xén. Hell. 2, 3, 12 ; Lys. 102, 5 ; 180, 2 ; Dém. 642, 11, etc. ||
2 fraude, Dém. 372, 25 ; particul. sophisme, Arstt. Rhet. 2, 24, 10, etc.
Étym. συκοφάντης.