συκοφαντέω-ῶ

συκοφάντημα

συκοφάντης
συκοφάντημα, ατος (τὸ) []
1 calomnie, Eschn. 33, 19 ; Plut. Per. 37 ||
2 artifice de sophiste, Arstt. Soph. el. 15, 5.
Étym. συκοφαντέω.