Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
συκοφορέω-ῶ
συκοφόρος
συκόω-ῶ
συκο·φόρος,
ος, ον,
qui porte,
c. à d.
produit des figues,
Str.
178
.
Étym.
σῦκον, φέρω
.