Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
συκοτραγίδης
συκοτράγος
συκοφαντέω-ῶ
συκο·τράγος,
ος, ον
[
ῡᾰ
] qui mange des figues,
El.
N.A.
17, 31
.
Étym.
σῦκον, τρώγω
.