συλλαγχάνω

συλλαλέω-ῶ

συλλάλησις
συλ·λαλέω-ῶ [] parler ensemble ou avec : τινι, Pol. 4, 22, 8 ; πρός τινα, NT. Luc. 4, 36 ; μετά τινος, NT. Matth. 17, 3, etc. avec qqn.