συλλάμπω

σύλλαμψις

συλλανθάνω
σύλλαμψις, εως ()
1 concentration de lumière, Plut. M. 625f ||
2 lumière d’un corps qui brille dans toutes ses parties, Plut. M. 929c, 931a.
Étym. συλλάμπω.