σύλλεκτος

σύλλεκτρος

σύλλεξις
σύλ·λεκτρος, ος, ον, qui partage la couche de, gén. Eur. H.f. 1 ; dat. Luc. D. deor. 6, 5 ; abs. époux, épouse, Eur. H.f. 1268 ; Anth. 9, 657, 3.
Étym. σ. λέκτρον.