συλλήπτρια

συλλήπτωρ

συλληρέω-ῶ
συλλήπτωρ, ορος () qui aide ou protège, auxiliaire, Eschl. Ag. 1506 ; Eur. Or. 1229 ; Plat. Conv. 218d, etc.
Étym. συλλαμϐάνω.