Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
σύμϐαμα
συμϐαματικός
συμϐαπτίζω
συμϐαματικός,
ή, όν
[
ᾰᾰ
] accidentel,
Ptol.
Tetr.
4, p. 203
.
Étym.
σύμϐαμα
.