συμϐατικῶς

συμϐατός

συμϐεϐαιόω-ῶ
συμϐατός, ή, όν [] ce qui arrive, Phil. 1, 277 ; συμϐατόν ἐστι, Pol. 9, 2, 4, il est possible (v. συμϐαίνει, impers.).
Étym. συμϐαίνω.