συμϐεϐάναι

συμϐεϐηκότως

συμϐεϐηλόω-ῶ
συμϐεϐηκότως, adv. fortuitement, Nicom. Arithm. 1.
Étym. συμϐεϐηκώς, part. pf. de συμϐαίνω.