συμϐολεύω

συμϐολέω

συμϐολή
συμϐολέω, anc. att. ξυμϐολέω-ῶ (f. ήσω, ao. συνεϐόλησα, pf. inus.) se rencontrer avec, Eschl. Sept. 352 ; App. Civ. 4, 65, 85.
Étym. συμϐολή.