συμμαχικῶς

συμμαχίς

συμμάχομαι
συμμαχίς, anc. att. ξυμμαχίς, ίδος [ᾰῐδ] adj. f. allié, Thc. 1, 98 ; Xén. Ath. 1, 14, 16 ; subst. ἡ σ. (s. e. πόλις) Thc. 2, 2 ; Xén. Hell. 7, 3, 11, ville alliée, État allié ; ou (s. e. δύναμις) forces alliées, les alliés, Thc. 5, 36, 110.
Étym. σύμμαχος.