συμμαραίνομαι

συμμάρπτω

συμμαρτυρέω
συμ·μάρπτω (ao. συνέμαρψα) :
1 saisir avec ou ensemble, Oracl. (Hdt. 6, 86) ; Eur. Cycl. 397 ||
2 briser ensemble, Il. 10, 467.