Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
συμμειόω-ῶ
συμμειρακιώδης
συμμελαίνω
συμ·μειρακιώδης,
ης, ες
[
ᾰ
] tout à fait juvénile,
Lucil.
(
A. Gell.
18, 8
).