συμμελετάω-ῶ

συμμελής

συμμεμαώς
συμ·μελής, ής, ές, qui s’harmonise ou s’accorde avec, El. N.A. 9, 29 ; Philstr. Im. 1, 779 ; Lgn (W. 9, 559).
Étym. σ. μέλος.