συμμεταϐάλλω

συμμεταδίδωμι

συμμεταίτιος
συμ·μεταδίδωμι [δῐ] faire part à : τινί, Pol. 4, 5, 9, à qqn ; τινος, Pol. 5, 36, 2, de qqe ch. ; τινὶ περὶ τῶν ἐνεστώτων, Pol. 23, 14, 7, à qqn de l’état des affaires, le consulter sur les circonstances présentes.