συμμετακοσμέω-ῶ

συμμεταλαμϐάνω

συμμετανίσταμαι
συμ·μεταλαμϐάνω, prendre sa part de, gén. M. Ant. 9, 41 ; τινί τινος, Jos. A.J. 5, 9, 1, de qqe ch. avec qqn.